ελευθέρωση

ελευθέρωση
η (ΑΜ ἐλευθέρωσις)
απαλλαγή, λύτρωση από κάτι
αρχ.
κατάχρηση, ακολασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελευθέρωση — η το ελευθέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλευθερώσῃ — ἐλευθερώσηι , ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθερόω set free aor subj mid 2nd sg ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθερώσηι — ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj mid 2nd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg ἐλευθερώσῃ , ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθέρωση …   Dictionary of Greek

  • νευρολυσία — η ιατρ. επέμβαση για την ελευθέρωση ενός νεύρου που συμπιέζεται από αλλοιώσεις οι οποίες υπάρχουν στη διαδρομή του …   Dictionary of Greek

  • ξεμπλοκάρισμα — το [ξεμπλοκάρω] 1. ελευθέρωση, άνοιγμα διεξόδου («το ξεμπλοκάρισμα τής λεωφόρου») 2. αποδέσμευση …   Dictionary of Greek

  • υδροφράκτης — και υδροφράχτης, ο, Ν 1. σύστημα εξοπλισμένο με μία ή και περισσότερες θύρες ή βάννες, που χρησιμοποιείται για τη διακοπή, την ελευθέρωση ή τον περιορισμό τής ροής τού νερού 2. συνεκδ. η κυρίως θύρα τού παραπάνω συστήματος 3. υδατοφράκτης, φράγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”